πεντεπάλαστος

πεντεπάλαστος
πεντε-πάλαστος, ον,
A = πενταπάλαιστος, IG 12.372.27, 164, 22.1682.12, 12(8).266 ([place name] Thasos).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντεπάλαστος — ον, Α βλ. πενταπάλαιστος …   Dictionary of Greek

  • πεντεπάλαστον — πενταπάλαιστος five handbreadths wide masc/fem acc sg πενταπάλαιστος five handbreadths wide neut nom/voc/acc sg πεντεπάλαστος masc/fem acc sg πεντεπάλαστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταπάλαιστος — και πενταπάλαστος και πεντεπάλαστος και πεντεπάλαιστος, ον, Α αυτός που έχει πλάτος ή μήκος πέντε παλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + παλαστή / παλαιστή «παλάμη» (πρβλ. τρι πάλα[ι]στος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντεπαλάστους — πενταπάλαιστος five handbreadths wide masc/fem acc pl πεντεπάλαστος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”